- ὀλισθαινόντων
- ὀλισθάνωslippres part act masc/neut gen plὀλισθάνωslippres imperat act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πελονηματίδες — οι (μικρβλ.) οικογένεια ολισθαινόντων βακτηρίων, αρνητικών κατά Γκραμ … Dictionary of Greek